σουλούπι

σουλούπι
το
(λ. τουρκ.), μορφή, σχήμα: Δε μου αρέσει το σουλούπι αυτού του αυτοκινήτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουλούπι — το, Ν εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ŭslup] …   Dictionary of Greek

  • ασουλούπωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σουλούπι, δηλαδή καλή εξωτερική εμφάνιση, ο άκομψος, ο απεριποίητος 2. (για πράγματα) ο κακοφτιαγμένος …   Dictionary of Greek

  • σουλουπώνω — Ν [σουλούπι] τακτοποιώ, βελτιώνω την εμφάνιση ενός προσώπου ή πράγματος, ευτρεπίζω …   Dictionary of Greek

  • μορφή — η 1. η εξωτερική όψη, το σχήμα: Είχε κυλινδρική μορφή. 2. η όψη του ανθρώπου, το σουλούπι, το πρόσωπο: Η μορφή του με εντυπωσίασε. 3. μτφ., τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού, φάση εξέλιξης κάποιου οργανισμού ή γεγονότος: Η μορφή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”